έκφραση

έκφραση
Ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται κάτι· η παράσταση νοημάτων ή ψυχικών τάσεων, διαθέσεων, με σημεία αισθητά, λέξεις, σχήματα, ήχους, μορφασμούς· γραμματειακό είδος κατά το οποίο περιγράφονται αρχιτεκτονικά ή καλλιτεχνικά μνημεία, γεωγραφικά ή τοπογραφικά θέματα. Στη βυζαντινή εποχή με τον τίτλο έκφρασις χαρακτηρίζονταν διάφορα ποιήματα, με τα οποία περιγράφονται αξιόλογα έργα τέχνης ή και ολόκληρες πόλεις. Οι πιο γνωστοί συγγραφείς ε. είναι ο Χριστόδωρος ο Κοπτίτης, ο Παύλος Σιλεντιάριος, ο Κωνσταντίνος ο Ρόδιος και ο Ιωάννης ο Ευγενικός. Ο Χριστόδωρος έγραψε την Έκφρασιν των αγαλμάτων εις το δημόσιον γυμνάσιον του επικαλουμένου Ζευξίππου (6ος αι.), που αποτελείται από 416 εξάμετρους στίχους. Ο Π. Σιλεντιάριος έγραψε την Έκφρασιν της Μεγάλης Εκκλησίας και την Έκφρασιν του άμβωνος, έργα ουσιαστικά για τη μελέτη της ιστορίας και της τέχνης του ναού της Αγίας Σοφίας. Ο Κωνσταντίνος ο Ρόδιος έγραψε αξιόλογη έ. για τον ναό των Αγίων Αποστόλων της Κωνσταντινούπολης σε 981 τρίμετρους στίχους. Τέλος, ο Ιωάννης ο Ευγενικός, αδελφός του Μάρκου Ευγενικού, έγραψε έ. των πόλεων της Κορίνθου, της Τραπεζούντας, της Ίμβρου κ.ά. (Λογοτ.) Έ. λέγεται η ιδιότητα του ποιητικού ή λογοτεχνικού λόγου που αποβλέπει να συναρπάσει τον αναγνώστη. (Μουσ.) Ο όρος έ. χρησιμοποιείται για να υποδείξει στον ερμηνευτή ενός μουσικού κομματιού το μέρος που πρέπει να αποδοθεί εκφραστικά, με προσωπική πνοή. Ο όρος προέρχεται από την ιταλική λέξη esspressivo. Όταν ο συνθέτης θέλει να υποδείξει ότι το μέρος αυτό πρέπει να ερμηνευτεί πολύ εκφραστικά, σημειώνει τις αντίστοιχες ιταλικές λέξεις: molto esspressivo. Πάντως, στη νεότερη μουσική αποφεύγεται συνήθως η χρήση του όρου.
* * *
η (AM ἔκφρασις)
νεοελλ.
1. εκδήλωση, εξωτερίκευση, διατύπωση διανοήματος με τον λόγο
2. (φιλοσ.) η εξωτερίκευση ενεργειών ή καταστάσεων με κινήσεις τού σώματος, με σημεία, λέξεις, εικόνες, κ.λπ.
3. η απεικόνιση τής ψυχικής καταστάσεως στο πρόσωπο («έκφραση ματιών»)
4. εμφάνιση, όψη, ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται κανείς, το ύφος
αρχ.-μσν.
περιγραφή («ἔκφρασις Ἁγ. Σοφίας»)
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) α) «λόγος εναργής»
β) «επιθυμία».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έκφραση — η 1. εξωτερίκευση, εκδήλωση, διατύπωση: Έκφραση χαράς. 2. η απεικόνιση ψυχικής κατάστασης ή διάθεσης στο πρόσωπο κάποιου: Η έκφραση του προσώπου του έδειχνε άνθρωπο ευγενικό. 3. ο τρόπος που εκφράζεται κανείς, ύφος, στιλ: Γλαφυρή έκφραση. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκφράσῃ — ἐκφράσηι , ἔκφρασις description fem dat sg (epic) ἐκφράζω tell over aor subj mid 2nd sg ἐκφράζω tell over aor subj act 3rd sg ἐκφράζω tell over fut ind mid 2nd sg ἐκφράζω tell over aor subj mid 2nd sg ἐκφράζω tell over aor subj act 3rd sg ἐκφράζω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταραμένοι ποιητές — Έκφραση που προέρχεται από τον τίτλο Les poètes maudits, με τον οποίο δημοσιεύτηκαν τρεις μελέτες του Γάλλου ποιητή Πολ Βερλέν αρχικά στο περιοδικό Lutèce (1883) και κατόπιν σε ιδιαίτερο τόμο (1884). Στις μελέτες αυτές ο Βερλέν παρουσίασε στο… …   Dictionary of Greek

  • εξουσία — Έκφραση που προσδιορίζει την κρατική αρχή ως φορέα της κυριαρχίας. Δηλαδή πρόκειται για τη γενική ε., που προκύπτει ως ειδικότερη έννοια από τη δύναμη, την ισχύ, και τις επιμέρους κρατικές ε., νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική, αλλά και τη… …   Dictionary of Greek

  • ανάπτυξη, οικονομική — Έκφραση που σημαίνει γενικά τη δυναμική τάση ενός οικονομικού συστήματος. Με αυτήν ακριβώς την έννοια η ο.α. αποτέλεσε σημαντικό πρόβλημα της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης, συνδεδεμένο με άλλα προβλήματα, όπως της αναπαραγωγής, των διακυμάνσεων …   Dictionary of Greek

  • συνειρμός παραστάσεων — Έκφραση που χρησιμοποιούν οι ψυχολόγοι για να χαρακτηρίσουν τη λειτουργία εκείνη μέσω της οποίας μερικά ψυχικά περιεχόμενα –ή παραστάσεις αντικειμένων, ιδεών, συναισθημάτων– ανακαλούν το ένα το άλλο στη συνείδηση σύμφωνα με ειδικές συνδέσεις… …   Dictionary of Greek

  • Σφαγή των νηπίων — Έκφραση με την οποία η χριστιανική θρησκεία προσδιορίζει τη σφαγή μικρών παιδιών που πραγματοποιήθηκε στη Βηθλεέμ και στις γύρω περιοχές, σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, έπειτα από διαταγή του Ηρώδη, με την ελπίδα ότι μεταξύ αυτών θα είναι και ο… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”